- ηπατόλιθος
- οχολόλιθος, πέτρα στη χολή.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hepatolith < hepato- (πρβλ. ηπατο- < ήπαρ, -ατος) + lith (πρβλ. λίθος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λίθος — ο (AM λίθος, ὁ Α και λίθος, ἡ) 1. τεμάχιο πετρώματος ή βράχου, πέτρα, λιθάρι (α. «τρηχὺς λίθος», Ομ. Ιλ. β. «στερεὴ λίθος», Ομ. Οδ. γ. «σοὶ δ αἰεὶ κραδίη στερεωτέρη ἐστὶ λίθοιο», Ομ. Οδ.) 2. ιατρ. σύγκριμα που σχηματίζεται στα διάφορα όργανα και … Dictionary of Greek